- ἡμιονάγριον
- ἡμιον-άγριον, τό,A mule (produce of ὄναγρος), PEdgar13.3 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιονάγριον — ἡμιονάγριον, τὸ (Α) πάπ. ημίονος, μουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ονάγρ ιον, υποκορ. τού όναγρος] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek